ἀραχνοειδῶν

ἀραχνοειδῶν
ἀραχνοειδής
like a cobweb
masc/fem/neut gen pl (attic epic doric)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • αράχνη — I Μυθολογικό πρόσωπο. Κόρη του πορφυροβάφου Ίδμωνα που κατοικούσε στην Ύπαιπα της Λυδίας. Ήταν τόσο φημισμένη για τη δεξιοτεχνία της στην υφαντική και στο κέντημα, που ακόμα και οι νύμφες του Τμώλου και του Πακτωλού έτρεχαν να θαυμάσουν τη… …   Dictionary of Greek

  • δρασσίδες — και δρασσωδίδες, οι ζωολ. οικογένεια αραχνοειδών που περιλαμβάνει αράχνες μέτριου μεγέθους με ωοειδές σώμα, πλατύ κεφαλοθώρακα και μάτια σε δύο ευθείες γραμμές …   Dictionary of Greek

  • δυσδερίδες — οι ζωολ. οικογένεια αραχνοειδών που περιλαμβάνει 250 είδη μεγάλων αραχνών με ζωηρούς ομοιόμορφους χρωματισμούς …   Dictionary of Greek

  • δυσδερίνες — οι υποοικογένεια αραχνοειδών …   Dictionary of Greek

  • θηλυφόνος — (thelyphonus). Γένος δηλητηριωδών αραχνοειδών της οικογένειας των θηλυφονιδών. Το πρώτο ζεύγος των σκελών του απολήγει σε δακτυλιωτό πόδι, όμοιο με μαστίγιο. Η κοιλιά του αποτελείται από δώδεκα δακτύλιους· από αυτούς οι τρεις τελευταίοι στενεύουν …   Dictionary of Greek

  • στίγμα — Όρος που προέρχεται από το ρήμα στίζω, που σημαίνει σημαδεύω με μυτερό ή με καυτό εργαλείο την περιουσία μου. Σ. λέγεται το σημάδι που μένει από το κέντημα μυτερού εργαλείου, αλλά και ο λεκές, η βούλα ή η φακίδα ή και το σημάδι που εμφανίζεται… …   Dictionary of Greek

  • τραχειακός — ή, ό, Ν 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην τραχεία 2. φρ. α) «τραχειακός μυς» ανατ. μυϊκό πέταλο που βρίσκεται στην οπίσθια επιφάνεια τής τραχείας β) «τραχειακό βράγχιο» ζωολ. τροποποίηση τού τραχειακού αναπνευστικού συστήματος η οποία… …   Dictionary of Greek

  • αγαληνίδες — Ομοιογένεια αραχνοειδών, πολύ διαδεδομένη στην Ευρώπη. Τα 8 μάτια τους είναι τοποθετημένα σε δύο εγκάρσιες σειρές. Το κεφάλι χωρίζεται ευδιάκριτα από το θωρακικό τμήμα. Τα σκέλη τους είναι ακανθοφόρα. Οι α. κατασκευάζουν ιστό, που σχηματίζει… …   Dictionary of Greek

  • αναλγησιδοειδή — (analgesidea). Οικογένεια αραχνοειδών εντόμων της τάξης των ακάρεων. Ζουν παρασιτικά στα φτερά των πουλιών και τρέφονται από μια ελαιώδη ουσία που εκκρίνεται από τους σμηγματογόνους αδένες. Τα έντομα αυτά δεν είναι ενοχλητικά, όπως αυτά της… …   Dictionary of Greek

  • ανύφαινα — (anyphaena). Γένος αρθροπόδων, της τάξης των αραχνοειδών. Ζουν κυρίως στην Ευρώπη. Είναι μικρά σε μέγεθος, γύρω στα 1 2 εκ., σαρκοφάγα και πολύ ευκίνητα. Υφαίνουν μετάξινο άσπρο ιστό γύρω από τις φωλιές τους για να μη γίνονται εύκολα αντιληπτά… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”